Ο κύκλος της συναισθηματικής κακοποίησης

0

Είναι πιθανόν μερικοί από εμάς να έχουμε ακούσει για κάποιον που βιώνει κακοποίηση, ή για κάποιον άλλον που ενεργεί έχοντας το ρόλο του θύτη σε αυτή τη διαδικασία.

Άλλοι από εμάς ίσως βρεθήκαμε κάποια φάση στη ζωή μας σε αυτή τη θέση, είτε ως θύματα είτε ως θύτες, ή πιθανόν να περάσουμε από αυτή τη θέση. Η ακόμα, βρισκόμαστε συνειδητά ή μη σε μια παρόμοια θέση.

Προτού αναλύσουμε το προφίλ των ατόμων που πρωταγωνιστούν σε αυτή τη διαδικασία, ας δούμε τι είναι η κακοποίηση.

Η κακοποίηση (ή βία) θεωρείται το είδος των συμπεριφορών, που αποσκοπούν στην ψυχική ή/και σωματική βλάβη του θύματος, η οποίες αναπτύσσονται μέσα από διάφορες μορφές.

Με λεκτικές, φυσικές-σωματικές, κοινωνικές, ψυχολογικές ή συναισθηματικές μεθόδους, ο θύτης μπορεί να υποτιμήσει, να αδικήσει, να κακομεταχειριστεί, να βλάψει το θύμα (Meyer, 2010).

Το προφίλ των ατόμων που εμπλέκονται στα διάφορα ήδη βίας, δεν διαφέρει και πολύ από τη μία μορφή βίας στην άλλη. Αυτό που διαφέρει είναι το αποτέλεσμα της κάθε μορφής στο θύμα. Η σωματική βία είναι ορατή.

Βλέπεις στον καθρέφτη τα αποτελέσματά της. Αν και το θύμα μπορεί να μην παρέμβει για να την αντιμετωπίσει, τα αποτελέσματα της γίνονται αμέσως διακριτά.

Αντιθέτως, η συναισθηματική βία μπορεί να κρύψει καλά τις συνέπειές της, και από τον περίγυρο αλλά και από το ίδιο το θύμα.

Έχει την ιδιότητα να τοποθετεί το θύμα σε μια κατάσταση, όπου το ίδιο έχει τη ψευδαίσθηση της ασφάλειας και του «φυσιολογικού», ενώ μέσα του τα συναισθήματά του παλεύουν, οι εσωτερικές πληγές βαθαίνουν και η προσωπικότητά του αναδομείται, ανάλογα με τις απαιτήσεις και τις προσταγές του θύτη.

Στο ερώτημα «ποια προφίλ και προσωπικότητες ανθρώπων έχουν περισσότερες πιθανότητες να φερθούν άδικα προς τα άλλα άτομα;», πλήθος ερευνητών και ειδικών φαίνεται να συμφωνούν τοποθετώντας τους θύτες σε μια συγκεκριμένη ομάδα ατόμων.

Αυτή η ομάδα των θυτών περιλαμβάνει κυρίως άτομα τα οποία έχουν δεχθεί κακοποίηση στο παρελθόν, και αυτές οι εμπειρίες κωδικοποιήθηκαν ως «φυσιολογικές» με αποτέλεσμα να τις επαναλαμβάνουν εις βάρος άλλων ατόμων (Else et al., 2016).

Με τον αντίθετο τρόπο, άλλοι ερευνητές αναφέρουν ότι οι εμπειρίες κακοποίησης ενεργοποιούν συναισθηματικές λειτουργίες στα θύματα, με αποτέλεσμα να μη διαπράξουν παρόμοιες συμπεριφορές εις βάρος άλλων ατόμων στο μέλλον (Nickerson, Mele & Princiotta, 2008).

Άλλοι, ερμηνεύουν την προσωπικότητα του θύτη ψάχνοντας τα αίτια σε βιολογικούς παράγοντες: μειωμένη ικανότητα ενσυναίσθησης, δυσκολία στη γνωστική κατανόηση του πόνου που προκαλούν στους γύρω τους, ψυχρότητα, χαμηλή αυτοεκτίμηση, παθολογική ζήλια, κ.ά., (Seals & Young, 2003).

Τι συμβαίνει όμως με τα θύματα; Ποια στοιχεία καθιστούν ένα άτομο πιο ευάλωτο προς τη θυματοποίηση του;

Σύμφωνα με τους Stroshine και Robinson (2003), τα θύματα χαρακτηρίζονται ως άτομα με χαμηλότερα επίπεδα αυτοεκτίμησης, αισθήματα κατωτερότητας, μειωμένες δεξιότητες υπεράσπισης εαυτού, παρελθοντικές εμπειρίες κακοποιητικών και άδικων συμπεριφορών εναντίων τους, υψηλά επίπεδα άγχους, ντροπαλότητα κ.ά.

Ωστόσο, μια σχετικά καινούργια θεωρητική προσέγγιση στο πεδίο της εγκληματολογίας, χαρακτηρίζει τα θύματα ως «ενεργούς συμμετέχοντες» στη διαδικασία της κακοποίησης, οι οποίοι ενεργούν προκαλώντας πρώτοι με τη συμπεριφορά τους τη σύγκρουση, είτε ενθαρρύνοντας και παρακινώντας τον δράστη να διαπράξει το έγκλημα λόγω κάποιων δικών του προσωπικών χαρακτηριστικών («Victim Precipitation Theory», Curtis 1974; Elias, 1986; Felblinger, 2008; Gross & Henle, 2013).

Μελετώντας τις προσωπικότητες και τα χαρακτηριστικά των θυμάτων, αναρωτιέμαι εάν και κατά πόσο όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως χαρακτηριστικών, προσωπικότητας, βιολογικού υποβάθρου και εμπειριών, έχουμε την πιθανότητα να εισέλθουμε, και για σημαντικό χρονικό διάστημα να κλειδωθούμε σε ένα κύκλο συναισθηματικής κακοποίησης;

Αν όλοι οι άνθρωποι είμαστε κάτοχοι συναισθημάτων, τα οποία δίνουμε και παίρνουμε, τότε είναι πιθανόν σε κάποια στιγμή στη ζωή μας να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να βιώσει ή να προκαλέσει τη συναισθηματική κακοποίηση.

Να επιτρέψουμε σε ένα άλλο άτομο να μειώσει, να μηδενίσει τις συναισθηματικές μας ανάγκες, δημιουργώντας μας άλλες, ψεύτικες ανάγκες.

Δημιουργώντας μας την ψευδαίσθηση της ασφάλειας μαζί του, η οποία όμως εξελίσσεται μέσα σε μια «συναισθηματικά κακοποιητική» σχέση, όπου τα πραγματικά μας συναισθήματα δεν έχουν χώρο, και η προσωπικότητα, όπως και οι πραγματικές μας ανάγκες, χάνονται.

Έτσι, όντας άνθρωποι με συναισθηματικές ανάγκες αλλά και ανασφάλειες, δεν είναι δύσκολο να εισέλθουμε ή να δημιουργήσουμε ένα κύκλο συναισθηματικής κακοποίησης… εξάλλου, ερευνώντας τις ανθρώπινες σχέσεις, φαίνεται πως οι σχέσεις κακοποίησης, οποιασδήποτε φύσεως, αποτελούν σήμερα πρόσφορο έδαφος.

Και αν υποθέσουμε πως όλοι οι άνθρωποι είναι πιθανόν (κάποιοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο) να εισέλθουμε και να φυλακιστούμε σε μια συναισθηματικά κακοποιητική σχέση, τότε ποιος είναι ο παράγοντας που θα μας σπρώξει έξω από αυτό τον κύκλο;

Τι χρειαζόμαστε για να ανοίξουμε τα μάτια και να αντικρίσουμε με καθαρότητα τα πραγματικά μας συναισθήματα και ανάγκες, που όμως μένουν ανικανοποίητα και υποτιμούνται σε μια τέτοια σχέση;

Σίγουρα χρειαζόμαστε κάτι για να βγούμε από τον κύκλο της συναισθηματικής κακοποίησης.

Ένα άλλο χέρι για να μας τραβήξει, μια νέα εμπειρία – κάποιο ερέθισμα για να μας προβληματίσει (Stroshine & Robinson, 2003), ίσως και τον εαυτό μας που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του για να μας φωνάξει «φτάνει»!…

Τι μπορούμε όμως να κάνουμε σήμερα;… Να υπενθυμίσουμε – και κάθε μέρα να υπενθυμίζουμε – στον εαυτό μας τις δικές μας προσωπικές ανάγκες.

Έχοντας όσο πιο καθαρή σκέψη μπορούμε, να εντοπίσουμε και να μετρήσουμε τα συναισθήματά μας που μένουν ανικανοποίητα μέσα από τη σχέση.

Να θυμηθούμε τις ανάγκες, τα χαρακτηριστικά, την προσωπικότητά μας που ξεχάσαμε και να φερθούμε δίκαια προς τον εαυτό μας, παλεύοντας για να τα επανακτήσουμε. Από την άλλη, να αφαιρέσουμε το προσωπικό συμφέρον και να αντιληφθούμε εάν και κατά πόσο φερόμαστε εμείς οι ίδιοι άδικα, υποτιμώντας και μη δίνοντας σημασία στις ανάγκες και τα συναισθήματα κάποιου άλλου.

Να αναλάβουμε ευθύνη, και με θάρρος να ελευθερώσουμε τον εαυτό μας από τη συναισθηματικά κακοποιητική σχέση, ή αντιθέτως να σπάσουμε τον κύκλο που εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε, και να επιτρέψουμε στον άλλον να ελευθερωθεί.

Ιφιγένεια Στυλιανού, Σχολική Ψυχολόγος – Διδακτορική Φοιτήτρια Κλινικής Ψυχολογίας, Πανεπιστήμιο Κύπρου

Μέλος Συνδέσμου Ψυχολόγων Κύπρου

Leave A Reply